- παλίγκοτος
- παλίγκοτος, -ον (Α)1. (για νέα έκρηξη πάθους) κακός, επίμονος (α. «πῆμα θνάσκει παλίγκοτον», Πίνδ.β. «κληδόναι παλίγκοτοι» — επιβλαβείς φήμες, Αισχύλ.)2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός («ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ' ὑπερόπτης», Θεόκρ.)3. (για πληγή) αυτός που υποτροπιάζει, αυτός που γίνεται ξανά κακοήθης4. απότομος, ανώμαλος («πάγος τρηχύς τε καὶ παλίγκοτος», Αρχίλ.)5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παλίγκοτοιοι ενάντιοι, οι αντίθετοι.επίρρ...παλιγκότως (Α)1. με μνησικακία, εχθρικά2. κακότυχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κότος «έχθρα, μίσος, οργή» (πρβλ. αλλό-κοτος)].
Dictionary of Greek. 2013.